νομοθετήματα

νομοθετήματα
νομοθέτημα
law
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγροτική νομοθεσία — Το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν κυρίως θέματα εποικισμού ή αποκατάστασης ακτημόνων ή προσφύγων με την παραχώρηση κτημάτων του δημοσίου ή την αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων που ανήκουν σε διάφορα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η α.ν.… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • IMAGINES — I. IMAGINES in Gentilium religione multi usûs, qui tamen non apud omnes eorum semper viguit. Nam fuêre, qui urcumque Numina colentes varia, aut Solem saltem sub variis nominibus, neque atas, neque statuas Imag insque ullas eorum hab uêre, nec… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Λικίνιος — (Valerius Licinianus Licinius, ; – 325 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (307 324). Στέφθηκε αυτοκράτορας κατά την τελευταία περίοδο της τετραρχίας. Μετά τον θάνατο του Γαλέριου και την ήττα των συναυτοκρατόρων Μαξέντιου (από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το… …   Dictionary of Greek

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • επαρχία — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… …   Dictionary of Greek

  • επαρχιά — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… …   Dictionary of Greek

  • επιμελητήριο — Οργάνωση σε τοπική, εθνική ή διεθνή κλίμακα, με σκοπό την εξυπηρέτηση διαφόρων κλάδων της οικονομίας και των αντίστοιχων επαγγελματικών τάξεων· είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα ενημέρωσης, ανάπτυξης του κλάδου, διοικητικά κ.ά. Κατά την ιστορική… …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… …   Dictionary of Greek

  • νομοθέτημα — το (ΑΜ νομοθέτημα) [νομοθετώ] κείμενο που έχει τον χαρακτήρα νόμου, κανόνας δικαίου, αλλ. θετό δίκαιο αρχ. σύμβαση, ύπαρξη κατά σύμβαση («τά δὲ εἴδεα οὐ νομοθετήματα ἀλλά βλαστήματα», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”